- κωμηγέτης
- κωμηγέτης ὁ (Α)αυτός που προΐστατο σε κώμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + -ηγέτης (< ἡγοῦμαι), πρβλ. ιππ-ηγέτης, κυν-ηγέτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κώμος — Αρχαιοελληνική γιορτή με μουσική και χορούς. Πολλές φορές μετά τα συμπόσια οι καλεσμένοι έβγαιναν στους δρόμους με λαμπάδες και στεφάνια και έκαναν παρέλαση τραγουδώντας με τη συνοδεία μουσικής. Αργότερα, οργανώνονταν κ. για να τιμηθούν ορισμένοι … Dictionary of Greek